Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

η αυτοπεποίθηση του

  • 1 ελαττώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) сокращать, уменьшить; снижать;

    ελαττ την παραγωγή — сокращать производство;

    ελαττώνω τό προσωπικό — сокращать штаты;

    ελαττώνω τίς τιμές — снижать цены;

    ελαττώνω τό βάρος — уменьшить вес;

    ελαττώνω την ταχύτητα — сбавлять скорость;

    να ελαττώσεις το πιοτό (τό κάπνισμα) — тебе надо меньше пить (курить);

    να ελαττώσεις τα έξοδά σου — тебе надо сократить расходы; — тебе надо разумней расходовать деньги;

    μου ελάττωσαν τη σύνταξη мне урезали пенсию;
    2) смягчить (наказание, приговор); ослаблять; умерять;

    ελαττώνω την προσοχή — ослаблять внимание;

    ελαττώνω τό ζήλο — охлаждать пыл;

    ελαττώνομαι [-οβμαι]

    1) — сокращёться, уменьшиться, снижаться; — убывать;

    2) уменьшаться, ослабевать; быть смягчённым (о наказании, приговоре);

    ελαττώθηκε ο ζήλος του — пыл его остыл;

    ελαττώθηκε η ανεργία — безработица сократилась;

    ο πυρετός ελαττώθηκε — температура снизилась;

    η αυτοπεποίθηση του ελαττώθηκε από τίς αποτυχίες — неудачи сделали его менее самоуверенным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελαττώνω

См. также в других словарях:

  • αυτοπεποίθηση — η το να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πεποίθηση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self confidence). Η λ., στον λόγιο τ., αυτοπεποίθησις μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά] …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… …   Dictionary of Greek

  • οικειόπιστος — οἰκειόπιστος, ον (Μ) 1. αυτός που πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνάμεις του, που έχει αυτοπεποίθηση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειόπιστον η αυτοπεποίθηση («βάρος τῷ ταπεινῷ τὸ οἰκειόπιστον», Ιω. Κλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + πιστός] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος — (Κωνσταντινούπολη 1791 – Αίγινα 1865). Αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Φοίτησε αρχικά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Πίζα της Ιταλίας. Το 1812 διορίστηκε γραμματέας του θείου του,… …   Dictionary of Greek

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»